«Ο ταπεινός Ιησούς, το θείον βρέφος της Βηθλεέμ μας προσφέρεται και πάλι. Ας παραμερίσουμε τον εγωϊσμό μας, να Τον δεχθούμε ως Αδελφό μας, ως Φίλο μας, ως Νυμφίο μας, ως Ελευθερωτή μας ως Σωτήρα μας» .



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Λειτουργικά κείμενα » Προσευχές Διάφορες

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ προσέρχεται κανεὶς γιὰ νὰ κοινωνήσει τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.

Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ.

Τώρα, ἄνθρωπε, ποὺ πρόκειται νὰ μεταλάβεις τὸ Σῶμα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ,
πλησίασε μὲ φόβο γιὰ νὰ μὴν καεῖς, γιατὶ εἶναι φωτιά.
Πρὶν τολμήσεις νὰ πιεῖς τὸ θεϊκὸ Αἷμα καὶ νὰ λὰ βεις ἔτσι μέρος στὸ Μυστήριο,
συμφιλιώσου μ᾿ ὅσους σὲ ἔχουν ἀδικήσει
κι ἔπειτα πρόσελθε μὲ θάρρος νὰ μεταλάβεις τὴ μυστικὴ τροφή.

Ἄλλοι στίχοι ὅμοιοι·

Πρὶν νὰ λάβεις κι ἐσὺ μέρος στὴν ὑπέρτατη θυ σία
τοῦ ζωοποιοῦ Σώματος τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ,
προσευχήσου μὲ θεῖο φόβο κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπο.

Εὐχὴ 1η. Μεγάλου Βασιλείου.

Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, ὁ Δημιουργὸς ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὁ πάντοτε ὑπάρχων ὡς Υἱὸς τοῦ ἄναρχου Πατέρα Σου, ποὺ γιὰ τὴν πολλή Σου ἀγάπη, ὅταν ἦρθε ἡ κατάλληλη ὥρα, ἔγινες Ἄνθρωπος, σταυρώθηκες καὶ θυσιάστηκες γιὰ μᾶς τοὺς ἀχάριστους καὶ ἀγνώμονες, ποὺ μὲ τὸ δικό Σου Αἷμα ἔδωσες καινούρια ζωὴ στὴ φθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα· Ἐσὺ ἀθάνατε Βασιλιά, πρόσδεξεκαὶ τὴ δική μου μετάνοια, καὶ ἄκουσε καὶ πρόσεξε τὶς προσευχές μου. Γιατὶ ἁμάρτησα, Κύριε· ἁμάρτησα πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ σὲ Σένα τὸν Ἴδιο, καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ στρέψω τὸ βλέμμα μου πρὸς τὴ μεγάλη Σου δόξα. Γιατί, μὲ τὸ νὰ παραβῶ τὶς ἐντολές Σου καὶ νὰ μὴν ὑπακούσω τὰ προστάγματά Σου, ἐξόργισα τὴν ἀγάπη Σου. Ἀλλὰ Σύ, Κύριε, ποὺ εἶσαι ἀνεξίκακος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, δὲν μὲ ἄφησες νὰ χαθῶ μαζὶ μὲ τὰ ἁμαρτήματά μου, περιμένοντας πάντα τὴ μέρα ποὺ θὰ ἐπιστρέψω πάλι κοντά Σου. Γιατὶ Ἐσύ, φιλάνθρωπε Θεέ μας, εἶπες διὰ τοῦ προφήτου Σου· Δὲν θέλω τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀλλὰ τὴν ἐπιστροφή του καὶ τὴ σωτηρία του. Γιατὶ δὲν θέλεις νὰ χαθεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἔργο τῶν χεριῶν Σου, οὔτε χαίρεσαι ὅταν χάνονται οἱ ἄνθρωποι (ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν τους), ἀλλὰ ἐπιθυμεῖς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐγώ, ἂν καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε γιὰ τὸν οὐρανὸ οὔτε γιὰ τὴ γῆ, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀφοῦ ὑπέταξα ὅλον τὸν ἑαυτό μου στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ὑποδούλωσα στὶς μάταιες ἡδονές, καὶ ἔτσι ἀμαύρωσα τὴν εἰκόνα Σου, ἐπειδὴ ὅμως ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι δημιούργημα καὶ πλάσμα δικό Σου, δὲν ἀπελπίζομαι ὁ ἄθλιος γιὰ τὴ δική μου σωτηρία καὶ προσβλέποντας μὲ θάρρος στὴν ἀμέτρητη εὐσπλαγχνία Σου προσέρχομαι (νὰ κοινωνήσω). Δέξου, λοιπόν, κι ἐμένα, φιλάνθρωπε Χριστέ, ὅπως τὴν πόρνη, ὅπως τὸν ληστή, ὅπως τὸν Τελώνη καὶ τὸν Ἄσωτο γιό. καὶ σήκωσε ἀπὸ πάνω μου τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μου ποὺ μὲ πλακώνει· Ἐσὺ ποὺ βάσταξες καὶ βαστάζεις τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (πάνω στὸ Σταυρὸ) καὶ θεραπεύεις τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων· ποὺ προσκαλεῖς κοντά Σου καὶ ξεκουράζεις ὅλους τοὺς κουρασμένους καὶ ἀποκαμωμένους (ἀπ᾿ τὸ ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας)· ποὺ δὲν ἦλθες στὸν κόσμο γιὰ νὰ καλέσεις τοὺς δικαίους σὲ μετάνοια ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς (ὅπως ἐγὼ)· καθάρισέ με ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς μου· δίδαξέ με νὰ ζῶ ἁγία ζωὴ ποὺ θὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ σεβασμὸ στὶς ἐντολές Σου. Γιὰ νὰ μπορῶ μὲ ἤρεμη καὶ καθαρὴ συνείδηση νὰ δεχτῶ τὰ ἅγια Μυστήριά Σου καὶ νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸ ἅγιο Σῶμα καὶ Αἷμα Σου, καὶ νὰ κατοικεῖς καὶ νὰ μένεις μέσα μου, μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου. Ναί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου· ἂς μὴ μοῦ προσθέσει κι ἄλλη ἁμαρτία ἡ μετάληψη τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Σου Μυστηρίων, καὶ οὔτε νὰ γίνω ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀσθενής, ἐπειδὴ μεταλαμβάνω ἀναξίως τὰ ἅγια Δῶρα Σου. Ἀλλά, ἀντιθέτως, βοήθησέ με μέχρι τὴν τελευταία μου ἀναπνοὴ νὰ δέχομαι χωρὶς κατάκριση τὰ ἅγια Μυστήριά Σου, γιὰ νὰ ἔχω τὴν χάρη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ τὰ ἔχω ἐφόδια πολύτιμα γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ εἶναι καλόδεχτη ἡ ἀπολογία μου ὅταν ἐνώπιόν Σου κριθῶ γιὰ τὶς πράξεις μου. Γιὰ νὰ μετάσχω κι ἐγὼ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς Σου στὴν ἀπόλαυση τῶν αἰωνίων Σου ἀγαθῶν, ποὺ ἑτοίμασες γιὰ κείνους ποὺ Σὲ ἀγαποῦν, Κύριε, ἀπ᾿ τοὺς ὁποίους καὶ διαρκῶς δοξάζεσαι στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Εὐχὴ 2η. Τοῦ ἰδίου.

Γνωρίζω, Κύριε, ὅτι κοινωνῶ τὸ ἄχραντο Σῶμα Σου καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Σου χωρὶς νὰ εἶμαι ἄξιος καὶ ὅτι εἶμαι ἔνοχος καὶ γι᾿ αὐτὸ τρώγω καὶ πίνω τὴν καταδίκη μου, ἀφοῦ κοινωνῶ χωρὶς νὰ ἔχω συνειδητοποιήσει πλήρως ὅτι τὰ Μυστήρια αὐτὰ εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Σου, Χριστέ μου, ποὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Ὅμως προσβλέποντας μὲ θάρρος στὴν καλοσύνη Σου, πλησιάζω σ᾿ Ἐσένα ποὺ εἶπες· ὅποιος τρώει τὴ Σάρκα Μου καὶ πίνει τὸ Αἷμα Μου, μένει μέσα Μου κι ἐγὼ μαζί του. Λυπ ήσου με, Κύριε, καὶ μὴ μὲ τιμωρήσεις παραδειγματικά, τὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ δεῖξε καὶ σὲ μένα τὸ ἔλεός Σου. καὶ ἂς συντελέσουν τοῦτα τὰ Ἅγια Δῶρα στὴ θεραπεία μου καὶ στὸν καθαρισμὸ καὶ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν προφύλαξη καὶ τὴ σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου· γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ μένα κάθε πονηρὴ σκέψη καὶ πράξη καὶ διαβολικὴ ἐνέργεια ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ σκέψη μου καὶ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου. Γιὰ νὰ ἔχω θάρρος νὰ Σὲ ὁμολογῶ καὶ νὰ Σὲ ἀγαπῶ· γιὰ νὰ ἀλλάξω τὴ ζωή μου καὶ νὰ ζῶ πλέον μὲ ἀσφάλεια κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη Σου· γιὰ νὰ αὐξάνω σὲ ἀρετὴ καὶ τελειότητα τηρώντας τὶς ἐντολές Σου· γιὰ νὰ ἔχω τὴ χάρη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· γιὰ νὰ ἔχω ἐφόδιο γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ εἶναι καλόδεχτη ἡ ἀπολογία μου (ὅταν ἐνώπιόν Σου κριθῶ γιὰ τὶς πράξεις μου). Γι᾿ αὐτὸ (Κύριε) ἂς μὴν ἀποβεῖ σὲ μένα ἡ Κοινωνία αὐτὴ καταδίκη ἢ κατάκριση.

Εὐχὴ 3η. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Κύριε καὶ Θεέ μου, γνωρίζω πὼς δὲν εἶμαι ἄξιος, οὔτε ἱκανὸς γιὰ νὰ εἰσέλθεις καὶ νὰ κατοικήσεις στὴν ψυχή μου, γιατὶ ἔχει ὅλη ἐρημωθεῖ καὶ καταπέσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν, καὶ δὲν θὰ βρεῖς κατάλληλο μέρος γιὰ νὰ μείνεις. Ἀλλά, ὅπως ταπεινώθηκες καὶ κατέβηκες ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἔτσι καὶ τώρα ἔλα στὸ μέτρο τῆς δικῆς μου ταπεινώσεως. καὶ ὅπως καταδέχτηκες ὡς βρέφος νὰ τοποθετηθεῖς σὲ σπηλιὰ καὶ φάτνη ἄλογων ζώων, ἔτσι καταδέξου νὰ ἔλθεις στὴ φάτνη καὶ τῆς δικῆς μου ψυχῆς, ποὺ ἡ ἁμαρτία τὴν κατήντησε χωρὶς σύνεση, καὶ στὸ μολυσμένο σῶμα μου. καὶ ὅπως δὲ θεώρησες ἀνάξιο τὸ νὰ εἰσέλθεις καὶ νὰ δειπνήσεις μαζὶ μὲ ἁμαρτωλοὺς στὸ σπίτι τοῦ λεπροῦ Σίμωνα, ἔτσι καταδέξου νὰ εἰσέλθεις καὶ στὸ σπίτι τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς, τοῦ λεπροῦ (πνευματικὰ) καὶ ἁμαρτωλοῦ. καὶ ὅπως δὲν ἔδιωξες μακριά Σου τὴν ὅμοια μὲ μένα, ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ὅταν ἦρθε κοντά Σου καὶ σὲ ἄγγιξε, ἔτσι λυπήσου κι ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, τώρα ποὺ σὲ πλησιάζω καὶ σὲ ἀγγίζω. καὶ ὅπως δὲ σιχάθηκες τὸ ἀκάθαρτο (ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες) καὶ ρυπαρό της στόμα ποὺ Σὲ φιλοῦσε, οὔτε καὶ τὸ δικό μου στόμα νὰ σιχαθεῖς ποὺ εἶναι πιὸ ἀκάθαρτο καὶ πιὸ ρυπαρὸ ἀπὸ τὸ δικό της, οὔτε τὰ βρώμικα καὶ σιχαμερὰ καὶ ἀσεβὴ χείλη μου, οὔτε καὶ τὴν πιὸ ἀκάθαρτη γλώσσα μου. Ἀλλὰ ἂς μοῦ γίνει τὸ πανάγιό Σου Σῶμα καὶ τὸ πολύτιμο Αἷμα Σου ἄνθρακας (φωτιὰ), ποὺ θὰ μὲ ἁγιάσει, θὰ μὲ φωτίσει καὶ θὰ δυναμώσει (τὴν ἀδύναμη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) ταπεινή μου ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου· ποὺ θὰ μὲ ἀνακουφίσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν καὶ θὰ μὲ προφυλάξει ἀπὸ κάθε διαβολικὴ ἐνέργεια· ποὺ θὰ διώξει ἀπὸ μένα κάθε πονηρὴ συνήθεια καὶ θὰ μὲ ἐμποδίσει νὰ ὑποκύψω ξανὰ σ᾿ αὐτήν· ποὺ θὰ ἀπονεκρώσει τὰ πάθη μου· ποὺ θὰ μὲ παρακινήσει στὴν πρόθυμη ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν Σου· ποὺ θὰ μοῦ προσθέσει ἀπὸ τὴ θεία Σου Χάρη καὶ θὰ μὲ κάνει μέτοχο τῆς βασιλείας Σου. Γιατί, Χριστέ, ὁ Θεός μου, προσέρχομαι σ᾿ Ἐσένα (γιὰ νὰ κοινωνήσω) ὄχι καταφρονώντας τὰ τίμια Δῶρα Σου, ἀλλὰ γιατὶ προσβλέπω μὲ θάρρος στὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη Σου, καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνω ὑποχείριο τοῦ νοητοῦ λύκου (τοῦ διαβόλου) μένοντας γιὰ πολὺ καιρὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν Κοινωνία τῶν Μυστηρίων Σου. Γι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ Δέσποτα Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ μόνος πραγματικὰ Ἅγιος, ἁγίασὲ μου τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, τὰ νεφρὰ καὶ ὅλα τὰ σπλάγχνα μου, καὶ ὁλόκληρον ἀνανέωσέ με καὶ ρίζωσε τὸ θεῖο φόβο Σου βαθιὰ στὰ μέλη μου γιὰ νὰ εἶναι ὁ ἁγιασμός Σου σὲ μένα παντοτινός. καὶ γίνε μου βοηθὸς καὶ προστάτης κυβερνώντας μὲ εἰρήνη τὴ ζωή μου καὶ ἀξιώνοντὰς με νὰ σταθῶ (κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία) στὰ δεξιά Σου μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Σου, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναχράντου Σου Μητέρας, τῶν Ἀσωμάτων Ἀγγελικῶν Δυνάμεων καὶ ὅλων Σου τῶν Ἁγίων ποὺ σὲ ἔχουν εὐαρεστήσει διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εὐχὴ 4η. Τοῦ ἰδίου.

Δὲν εἶμαι ἱκανὸς Δέσποτα Κύριε, γιὰ νὰ ἔλθεις καὶ νὰ κατοικήσεις κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τῆς ψυχῆς μου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ Ἐσύ, ὡς Φιλάνθρωπος, θέλεις νὰ κατοικήσεις μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ μὲ θάρρος προσέρχομαι (νὰ κοινωνήσω). Μὲ προσκαλεῖς ν᾿ ἀνοίξω διάπλατα τὶς πύλες (τῆς ψυχῆς μου), ποὺ Ἐσὺ μόνος δημιούργησες καὶ εἰσέρχεσαι μὲ πολλὴ ἀγάπη, ὅπως ἁρμόζει στὴ θεία Σου Φύση. Εἰσέρχεσαι καὶ φωτίζεις τὴ σκοτισμένη μου σκέψη. Πιστεύω ὅτι καὶ τώρα θὰ τὸ κάνεις. Γιατὶ οὔτε τὴν Πόρνη, ποὺ σὲ πλησίασε μὲ δάκρυα (μετανοίας), ἀπέφυγες, οὔτε ἀπομάκρυνες ἀπὸ κοντά Σου τὸν μετανοημένο Τελώνη, οὔτε τὸ Ληστή, ὅταν (σὲ ὁμολόγησε καὶ) Σοῦ ζήτησε νὰ τὸν θυμηθεῖς στὴ βασιλεία Σου, τὸν ἔδιωξες, οὔτε τὸν διώκτη Παῦλο τὸν ἐγκατέλειψες, ὅταν μετενόησε. Ἀντίθετα, ὅλους ὅσοι σὲ πλησίασαν μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια τοὺς τοποθέτησες στὴν ὁμάδα τῶν φίλων Σου, Σύ, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος εὐλογημένος, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀπέραντη αἰωνιότητα.

Εὐχὴ 5η. Τοῦ ἰδίου.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, λυπήσου με, ἐλέησέ με καὶ συγχώρεσε τὰ σφάλματα καὶ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐμένα τοῦ ἄθλιου καὶ ἀνάξιου δούλου σου, ὅσα ἔχω κάνει ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια μέχρι τὴν παρούσα ἡμέρα καὶ ὥρα, εἴτε γνωρίζοντας ὅτι ἁμαρτάνω εἴτε ὄχι, εἴτε ἁμάρτησα μὲ λόγια εἴτε μὲ ἔργα, εἴτε μὲ σκέψεις καὶ λογισμοὺς καὶ ἐπιθυμίες, εἴτε μὲ ὅλες μου τὶς αἰσθήσεις. καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες (δεήσεις) ἐκείνης ποὺ Σὲ γέννησε ὑπερφυσικὰ χωρὶς ἀνθρώπινη σπορά, τῆς Πάναγνης καὶ Ἀειπάρθενης Μαρίας, τῆς μητέρας Σου, ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ σίγουρη ἐλπίδα, ἡ προστασία καὶ σωτηρία μου, ἀξίωσέ με χωρὶς κατάκριση νὰ μεταλάβω τὰ ἄχραντα καὶ ἀθάνατα καὶ ζωοποιὰ φρικτὰ Μυστήριά Σου, γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες μου καὶ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή· γιὰ νὰ φωτιστῶ καὶ νὰ λάβω δύναμη καὶ θεραπεία καὶ ὑγεία ψυχικὴ καὶ σωματική· γιὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν καὶ ἀφανιστοῦν ἐντελῶς οἱ πονηροὶ λογισμοί μου, καὶ οἱ σκέψεις καὶ οἱ προλήψεις καὶ οἱ νυκτερινοὶ πειρασμοὶ ποὺ μοῦ προκαλοῦν τὰ σκοτεινὰ καὶ πονηρὰ πνεύματα. Γιατὶ σὲ Σένα (Χριστέ μας) ἀνήκει ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

Εὐχὴ 6η. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας, Σὺ ποὺ ἔχεις, κατὰ μοναδικὸ τρόπο, τὴν ἐξουσία νὰ συγχωρεῖς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ὄντας Ἀγαθὸς καὶ Φιλάνθρωπος, παράβλεψέ μου ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου εἴτε τὶς διέπραξα ἐν γνώσει μου εἴτε ἐν ἀγνοία μου, καὶ ἀξίωσέ με χωρὶς κατάκριση νὰ μεταλάβω τὰ θεῖα καὶ ἔνδοξα καὶ ἄχραντα καὶ ζωοποιά Σου Μυστήρια, χωρὶς νὰ τιμωρηθῶ κι οὔτε νὰ προσθέσω ἄλλες ἁμαρτίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ καθαριστῶ καὶ νὰ ἁγιαστῶ καὶ νὰ λάβω ἔτσι τὸν ἀρραβώνα (τὴν πρόγευση) τῆς μελλοντικῆς ζωῆς καὶ βασιλείας Σου. Ἂς μοῦ γίνει ἀκόμη (ἡ θεία Κοινωνία) τεῖχος ποὺ θὰ μὲ προστατεύσει καὶ βοήθεια, κι ἂς κατατροπώσει τοὺς ἐχθρούς μου κι ἂς ἐξαλείψει τὶς πολλές μου ἁμαρτίες. Γιατὶ Ἐσὺ εἶσαι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους, τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας, καὶ Σένα δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

Εὐχὴ 7η. Συμεών, τοῦ Νέου Θεολόγου.

Ἀπὸ χείλη λερωμένα
καὶ ἀκάθαρτη καρδιά,
ἀπὸ γλώσσα μολυσμένη
καὶ ψυχὴ βρομερή,
δέξου, Χριστέ μου, τὴν παράκλησή μου.

Καὶ δίχως νὰ μὲ ἀποδιώξεις
γιὰ τοὺς ἄσχημους λόγους καὶ τρόπους μου
καὶ γιὰ τὴν ἀδιαντροπιά μου,
βοήθησέ με νὰ πῶ μὲ θάρρος
ὅσα σκέπτομαι, Χριστέ μου·
Καλύτερα ὅμως δίδαξέ με
τί νὰ πράττω καὶ νὰ λέγω.

Ἁμάρτησα πιὸ πολὺ κι ἀπὸ τὴν πόρνη,
ἡ ὁποία, σὰν ἔμαθε ποῦ μένεις,
ἀγοράζοντας τὸ μύρο,
ἦλθε μὲ τόλμη γιὰ ν᾿ ἀλείψει
τὰ δικά Σου πόδια, τοῦ Χριστοῦ μου,
τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου.

Κι ὅπως δὲ σιχάθηκες ἐκείνη
ποὺ προσῆλθε ἀπ᾿ τὴν καρδιά της,
οὔτε κι ἐμένα, Λόγε, νὰ μὲ σιχαθεῖς.

Δῶσ᾿ μου τὰ δικά Σου πόδια
νὰ κρατήσω καὶ φιλήσω,
καὶ μὲ ποταμοὺς δακρύων,
σὰν τὸ ἀκριβότερο μύρο,
νά ῾ρθω τολμηρὰ ν᾿ ἀλείψω.

Πλύνε με μὲ τὰ δάκρυά μου,
Λόγε, καὶ μ᾿ αὐτὰ καθάρισέ με.

Ἄφησε καὶ τὶς ἁμαρτίες μου
καὶ συγχώρεσέ με.

Σὺ γνωρίζεις τὶς πολλές μου ἀνομίες,
γνωρίζεις καὶ τὰ τραύματά μου,
βλέπεις καὶ τὶς πληγές μου·
ἀλλά, ὅμως, καὶ τὴν πίστη μου γνωρίζεις
καὶ τὴν προθυμία βλέπεις
καὶ τοὺς στεναγμούς μου ἀκοῦς.

Τίποτε δὲ Σοῦ μένει κρυφό, Θεέ μου,
πλάστη μου καὶ λυτρωτή μου,
οὔτε σταγόνα ἀπ᾿ τὰ δάκρυά μου
οὔτε καὶ μέρος ἀπ᾿ τὴ σταγόνα.

Ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν ἔμβρυο
μὲ γνωρίζουν οἱ ὀφθαλμοί Σου,
καὶ στὸ βιβλίο Σου
αὐτὰ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχω πράξει
ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ Σένα.

Δὲς τὴν ταπείνωσή μου,
δὲς καὶ τὴ μεγάλη προσπάθειά μου,
καὶ τὶς ἁμαρτίες μου ὅλες
συγχώρεσέ τες Θεὲ τῶν ὅλων.
Γιὰ νὰ μπορῶ μὲ καθαρὴ καρδιά,
μὲ συνειδητοποιημένη σκέψη
καὶ μὲ ψυχὴ ταπεινωμένη
νὰ μεταλάβω τῶν ἀχράντων
καὶ ἁγίων Σου Μυστηρίων,
μὲ τὰ ὁποῖα ζωοποιεῖται καὶ θεώνεται
καθένας ποὺ τρώγει τὴ Σάρκα Σου 
καὶ πίνει τὸ αἷμα Σου
μὲ συναίσθηση καὶ ταπεινὴ καρδιά.

Γιατὶ Ἐσὺ εἶπες, Δέσποτά μου,
ὅποιος τρώει τὴ Σάρκα μου
καὶ πίνει τὸ Αἷμα μου,
μέσα μου αὐτὸς θὰ μένει
μέσα του κι ἐγὼ θὰ μένω.

Καὶ τὰ λόγια Σου εἶναι ἀλήθεια,
Δέσποτα καὶ Θεέ μου.
Γιατὶ ὅποιος μετέχει στὰ θεῖα Σου Μυστήρια
καὶ στὴ θεοποιό Σου Χάρη,
μόνος πιὰ ποτὲ δὲ μένει,
ἀλλὰ μαζί Σου Χριστέ μου,
ποὺ ῾σαι ὁ φωτεινότατος Ἥλιος
ποὺ φωτίζει τὴν οἰκουμένη.

Γιὰ νὰ μὴ μένω, ἑπομένως, μονάχος
χωρὶς Ἐσένα τὸν Ζωοδότη,
ποὺ ῾σαι ἡ ἀναπνοὴ καὶ ἡ ζωή μου
καὶ ἡ ἀγαλλίασή μου
καὶ τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ Σὲ πλησιάζω,
ὅπως βλέπεις, μὲ δάκρυα,
μὲ ψυχὴ ταπεινωμένη,
λύτρα τῶν ἁμαρτιῶν μου
ἱκετεύοντας νὰ μοῦ δώσεις
καὶ τὰ δικά Σου ζωηφόρα
καὶ πανάχραντα Μυστήρια
νὰ μὲ ἀξιώσεις χωρὶς κατάκριση νὰ λάβω,
γιὰ νὰ μένεις, ὅπως εἶπες,
μαζὶ μ᾿ ἐμένα τὸν τρισάθλιο·
γιὰ νὰ μή, -ἀφοῦ μὲ βρεῖ ὁ πλάνος (ὁ διάβολος) 
χωρὶς νὰ μὲ σκεπάζει ἡ Χάρη Σου-,
μπορέσει νὰ μ᾿ ἁρπάξει μὲ δόλο
καὶ ἀφοῦ μὲ πλανήσει, νὰ μὲ ἀπομακρύνει
ἀπὸ τὰ θεοποιά Σου λόγια.

Γι᾿ αὐτὸ μπροστά Σου πέφτω
καὶ θερμὰ παρακαλῶ Σε,
ὅπως δέχτηκες τὴ μετάνοια τοῦ Ἀσώτου
καὶ τὴν Πόρνη ποὺ προσῆλθε,
ἔτσι δέξου κι ἐμένα τὸν πόρνο
καὶ τὸν ἄσωτο, Φιλεύσπλαγχνε,
ποὺ μὲ ψυχὴ ταπεινωμένη
τώρα ἐνώπιόν Σου προσέρχομαι.

Τοῦτο γνωρίζω, Σωτήρα μου, ὅτι κανεὶς ἄλλος
δὲν ἁμάρτησε ἐνώπιόν Σου ὅπως ἐγώ,
οὔτε ἔπραξε τὶς ἁμαρτωλὲς πράξεις
ποὺ διέπραξα ἐγώ.

Ὅμως γνωρίζω πάλι καὶ τοῦτο·
πὼς κανένα μέγεθος ἀνομίας
καὶ πλῆθος ἁμαρτιῶν,
δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τοῦ Θεοῦ μου
τὴν πολλὴ μακροθυμία
καὶ τὴ μεγάλη φιλανθρωπία.

Ἀντίθετα (ἡ φιλανθρωπία Σου) εἶναι λάδι συμπαθείας
μὲ τὸ ὁποῖο ἐκείνους ποὺ μετανοοῦν εἰλικρινά,
τοὺς καθαρίζεις (ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες) καὶ τοὺς λαμπρύνεις,
καθιστώντας τους μετόχους τοῦ θείου φωτός Σου
καὶ κοινωνοὺς τῆς Θεότητός Σου,
δίδοντάς τους ἄφθονη τὴ Χάρη σου.
Καὶ τὸ παράξενο καὶ στῶν Ἀγγέλων
καὶ τῶν ἀνθρώπων τὴ διάνοια,
ὁμιλεῖς μ᾿ αὐτοὺς πολλὲς φορὲς
σὰν νὰ εἶναι πραγματικοί Σου φίλοι.

Ὅλα αὐτὰ (σκεπτόμενος), μὲ κάνουν τολμηρό,
ὅλα αὐτὰ μοῦ δίνουν φτερά, Χριστέ μου,
καὶ προσβλέποντας μὲ θάρρος στὶς ἄφθονες
πρὸς ἐμᾶς εὐεργεσίες Σου,
χαίροντας καὶ τρέμοντας συνάμα
μεταλαμβάνω τῆς φωτιᾶς (τῶν Μυστηρίων),
κι ἐνῶ εἶμαι χορτάρι, ὢ τί παράδοξο θαῦμα,
δὲν καίγομαι, ἀλλὰ δροσίζομαι χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἐξηγήσω,
ὅπως τότε ἡ βάτος (στὸ Μωυσῆ)
ποὺ ἐνῶ φλεγόταν, δὲν καιγόταν.

Γι᾿ αὐτά, λοιπόν, μὲ διάθεση εὐχαριστίας,
εὐχαριστίας ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὴν καρδιά μου,
ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ μέλη μου,
ἀπ᾿ τὴν ψυχὴ κι ἀπ᾿ τὸ σῶμα μου,
Σὲ προσκυνῶ, Σὲ ἐγκωμιάζω
καὶ Σὲ δοξάζω Θεέ μου,
γιατὶ εἶσαι εὐλογημένος
καὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες.

Εὐχὴ 8η. Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ.

Ἐσύ, ὁ μόνος καθαρὸς (ἀναμάρτητος) καὶ ἁγνότατος Κύριος, ποὺ γιὰ τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία Σου ἔλαβες ὁλόκληρη τὴ δική μας ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὰ ἁγνὰ καὶ παρθενικὰ αἵματα τῆς Παναγίας μας, ποὺ σὲ κυοφόρησε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, μὲ τὴν θεία ἐπέλευση καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὴ θέληση τοῦ αἰώνιου Θεοῦ Πατέρα Σου, Χριστὲ Ἰησοῦ, ποὺ εἶσαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ Εἰρήνη καὶ ἡ Δύναμη, ποὺ καταδέχτηκες, μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβες, νὰ ὑποστεῖς τὰ ζωοποιὰ καὶ σωτήρια Πάθη, τὸν Σταυρό, τὰ καρφιὰ στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια Σου, τὴ λόγχη στὴν πλευρά Σου, καὶ τὸ θάνατο, θανάτωσέ μου τὰ πάθη ποὺ φθείρουν τὴν ψυχὴ μου ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα μου. Ἐσύ, ποὺ μὲ τὴν ταφή Σου κυρίεψες τὸ βασίλειο τοῦ Ἅδη (τοῦ θανάτου), θάψε μου τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς μὲ τὴ δύναμη τῶν καλῶν κι ἀγαθῶν λογισμῶν, καὶ διῶξε μακριά μου τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ἐσύ, ποὺ μὲ τήν, μετὰ τρεῖς ἡμέρες, ζωηφόρο Ἀνάστασή Σου ἀνέστησες τὸν προπάτορά μας Ἀδάμ, ποὺ πρῶτος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία, καὶ μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀνάστησε κι ἐμένα ποὺ κατρακύλησα μὲς στὴν ἁμαρτία, δείχνοντάς μου τρόπους γιὰ νὰ μετανοήσω. Ἐσύ, ποὺ μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψή Σου θέωσες τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ προσέλαβες καὶ τὴν τίμησες μὲ τὸ νὰ καθίσεις στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατέρα Σου, ἀξίωσέ με μὲ τὴ Μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων Σου νὰ σταθῶ κι ἐγὼ στὰ δεξιά Σου μ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ θὰ σωθοῦν. Ἐσύ, ποὺ μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος (κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ), ἔκανες τοὺς ἱεροὺς Μαθητές Σου σκεύη πολύτιμα τῆς Χάριτὸς Του, ἀνάδειξε κι ἐμένα δοχεῖο κατάλληλο νὰ δεχτῶ τὴ Χάρη Του. Ἐσύ, Κύριε, ποὺ πρόκειται καὶ πάλι νὰ ἔλθεις (κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία) γιὰ νὰ κρίνεις μὲ ἀπόλυτη δικαιοσύνη τὴν οἰκουμένη, ἄφησε καὶ μένα νὰ Σὲ προϋπαντήσω, Πλάστη μου καὶ Δημιουργέ μου, πάνω στὰ σύννεφα μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, γιὰ νὰ Σὲ δοξάζω καὶ ὑμνολογῶ ἀσταμάτητα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Σου καὶ τὸ Πανάγιο καὶ Ἀγαθὸ καὶ Ζωοποιό Σου Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

Εὐχὴ 9η. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ἔχω σταθεῖ στὶς πόρτες τοῦ ναοῦ Σου, κι ὅμως ἀκόμη μὲ κυριεύουν οἱ πονηροὶ λογισμοί. Ἀλλὰ Ἐσύ, Χριστὲ ὁ Θεός, ποὺ δικαίωσες τὸν Τελώνη καὶ ἐλέησες τὴ Χαναναία καὶ ἄνοιξες τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου στὸ Ληστή, ἄνοιξε καὶ σὲ μένα τὴν ἀγκαλιὰ τῆς φιλανθρωπίας Σου καὶ δέξε με τώρα ποὺ προσέρχομαι νὰ μεταλάβω, ὅπως δέχτηκες τὴν Πόρνη καὶ τὴν Αἱμορροούσα γυναίκα· γιατὶ ἡ Αἱμορροούσα μόλις ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Σου, εὔκολα θεραπεύτηκε· ἡ Πόρνη μὲ τὸ νὰ κρατήσει τὰ ἄχραντα πόδια Σου, ἔλαβε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν της. Ἐγώ, τώρα, ὁ ἐλεεινὸς ποὺ τολμῶ νὰ δεχτῶ ὁλόκληρο τὸ Σῶμα Σου, ἂς μὴν κατακαῶ. Ἀλλὰ δέξου με ὅπως δέχτηκες κι ἐκεῖνες, καὶ φώτισε τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μου καταφλέγοντάς μου τὶς ἁμαρτίες. Μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις Ἐκείνης ποὺ Σὲ γέννησε χωρὶς ἀνθρώπινη σπορά, καὶ τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων (τῶν Ἀγγέλων). Γιατὶ εἶσαι εὐλογημένος, Κύριε, στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.

Εὐχὴ 10η. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Πιστεύω, Κύριε, ἀληθινὰ καὶ ὁμολογῶ ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσεις τοὺς ἁμαρτωλούς, πρῶτος τῶν ὁποίων εἶμαι ἐγώ. Ἀκόμα πιστεύω πραγματικὰ ὅτι αὐτὸ (ποὺ πρόκειται νὰ κοινωνήσω) εἶναι τὸ ἄχραντο Σῶμα Σου καὶ αὐτὸ τὸ τίμιο Αἷμα Σου. Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, ἐλέησέ με καὶ συγχώρεσέ μου τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχω διαπράξει εἴτε μὲ τὴ θέλησή μου εἴτε χωρὶς τὴ θέλησή μου, εἴτε μὲ λόγια, εἴτε μὲ ἔργα, εἴτε γνωρίζοντας ὅτι ἁμαρτάνω, εἴτε χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω· καὶ ἀξίωσέ με νὰ κοινωνήσω χωρὶς κατάκριση τὰ ἄχραντα Μυστήριά Σου γιὰ νὰ μοῦ συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες καὶ νὰ ἀποκτήσω τὴν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.

Τώρα ποὺ πᾶς νὰ μεταλάβεις, λέγε τοὺς παρόντες στίχους ποὺ ἔγραψε ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής·

Νά, βαδίζω πρὸς τὴ θεία Κοινωνία.
Πλαστουργέ μου, μὴ μὲ κατακάψεις τὴν ὥρα ποὺ θὰ μεταλαμβάνω
Γνωρίζω πὼς εἶσαι φωτιὰ ποὺ κατακαίει ὅσους ἀνάξια κοινωνοῦν.
Ἀλλὰ Ἐσύ, Χριστέ μου, καθάρισέ με ἀπὸ τὰ στίγματα τῶν ἁμαρτιῶν μου.

Μετὰ λέγε τὸ τροπάριο·

Στὸ Μυστικό Σου Δεῖπνο δέξου με σήμερα νὰ συμμετάσχω, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ. Σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Σου δὲ θὰ μιλήσω γιὰ τὸ Μυστήριο τοῦτο· οὔτε θὰ σοῦ δώσω φίλημα προδοσίας ὅπως ἔκανε ὁ Ἰούδας. Ἀλλὰ ὅπως ὁ Ληστὴς πάνω στὸν σταυρὸ Σὲ παρακαλῶ, θυμήσου με, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στὴ Βασιλεία Σου.

Ἔπειτα τοὺς ἑπόμενους στίχους·

Ὦ ἄνθρωπε, φρίξε βλέποντας τὸ Αἶμα ποὺ σὲ θεοποιεῖ·
Γιατὶ εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει τοὺς ἀνάξιους.
Τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Σῶμα αὐτό, καὶ μὲ τρέφει πνευματικὰ καὶ μὲ θεώνει.
Θεώνει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα μου, καὶ τρέφει τὸ νοῦ μου μὲ τρόπο παράδοξο.

Καὶ τα τροπάρια·

Μὲ μεγάλη ἐπιθυμία μ᾿ ἔκανες νὰ ῾ρθῶ κοντά Σου, Χριστέ μου, καὶ μοῦ ἄλλαξες τὴ ζωὴ μὲ τὴ θεία Σου ἀγάπη. Κατάκαψε, λοιπόν, μὲ πνευματικὴ φωτιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ ἀξίωσέ με νὰ γεμίσει ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴ δική Σου ἀπόλαυση καὶ εὐτυχία, ὥστε μὲ ἀγαλλίαση νὰ δοξολογῶ, Ἀγαθέ, καὶ τὴν πρώτη καὶ τὴ δευτέρα παρουσία Σου.

Μὲς στὴ λαμπρὴ (πνευματικὴ) πανήγυρη τῶν Ἁγίων Σου, πῶς θὰ εἰσέλθω ἐγὼ ὁ ἀνάξιος; Γιατί, ἂν τολμήσω νὰ εἰσέλθω μαζί τους στὸ γάμο, τὸ ἔνδυμα (τῆς ψυχῆς μου) μὲ ἐλέγχει, ὄντας ἀκατάλληλο (ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας) γιὰ τὸ γάμο, καὶ δέσμιος θὰ διωχθῶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Γι᾿ αὐτό, Κύριε, καθάρισε τὸ ρύπο τῆς ψυχῆς μου καὶ σῶσε με ὡς φιλάνθρωπος.

Καὶ τὴν παρούσα εὐχή·

Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ἂς μὴν μοῦ προξενήσει ἡ θεία Μετάληψη καταδίκη, ἐπειδὴ εἶμαι ἀνάξιος. Ἀντίθετα, ἂς καθαρίσει καὶ ἁγιάσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, κι ἂς μοῦ δοθεῖ σὰν ἀρραβώνας (πρόγευση) τῆς μελλοντικῆς Σου ζωῆς καὶ βασιλείας. Γιατὶ γιὰ μένα αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψιστο ἀγαθό, νὰ βρίσκομαι κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ στὸν Κύριο νὰ ἀναθέτω τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου.

Καὶ πάλι·

Στὸ Μυστικό Σου Δεῖπνο δέξου με σήμερα νὰ συμμετάσχω, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ. Σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Σου δὲ θὰ μιλήσω γιὰ τὸ Μυστήριο τοῦτο· οὔτε θὰ σοῦ δώσω φίλημα προδοσίας ὅπως ἔκανε ὁ Ἰούδας. Ἀλλὰ ὅπως ὁ Ληστὴς πάνω στὸν σταυρὸ Σὲ παρακαλῶ, θυμήσου με, Κύριε, ὅταν ἔρθεις στὴ Βασιλεία Σου.





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA