Αρχική » Νεότητα » Συμβουλές
Τράβηξε στή γωνιά του νά πλαγιάσει καί τά μάτια του βούρκωσαν κι όλη νύχτα σταγόνα μέ σταγόνα κατάβρεχαν τ’ άχυρένιο μαξιλάρι. Γιά μιά στιγμήν είδε ένα όνειρο. Είδε τόν Παντοκράτορα, τόν άγαπημένο του, σιμά κάπου στήν άκροτοπιά τού Μπαλουκλή, τόν είδε όρθιο κι εύθύς ακούσε τή λαλιά Του, πού τόν ρωτούσε γιατί κλαίει έτσι συνέχεια. Αυτός ήταν εκεί στό κρεββάτι του - οί αποστάσεις καί οί χώροι οτά όνειρα καταργούνται — καί τέντωσε τό λαιμό του, έκανε ν' άποκριθει, όμως παρευθύς κοβόταν ό ήχος, δέν τά κατάφερνε. Του κάκου τέντωσε καί ξανατέντωσε τό λαιμό του. Τί κρίμα, τί κρίμα! "Ενας γλωσσοδέτης τόν έπνιγε, τόν άχρήστευε. Ένας έφιαλτικός γλωσσοδέτης.Σχεδόν χαράματα ξεπετάχτηκε άπό τό στρώμα, πήρε χαρτί καί μολύβι κι έγραψε:
«Χριστούλη μου, μέ ρώτησες γιατί κλαίω. Λιώσανε τά ρουχα μου, λιώσανε τά παπούτσια μου, βγήκαν τά δάκτυλά μου έξω καί ύποφέρω. Κρυώνω τώρα τό χειμώνα. Πήγα χθές βράδυ στόν παραφέντη καί μ’ έδιωξε. Μοϋ είπε νά γράψω στήν πατρίδα, νά μου στείλουν άπό κει. Χριστούλη μου, τόσο καιρό έργάζομαι καί δέν έστειλα γρόσι στή μητέρα... Τί νά κάμω τώρα,πως νά τά καταφέρω δίχως ρούχα; Μπαλώνω, μπαλώνω καί σχίζονται. Συγχώρεσέ με πού Σ’ ένοχλώ.
Σέ προσκυνώ καί σέ λατρεύω, ό δούλος Σου Αναστάσιος».
Σάν τοποθέτησε τό γράμμα στό φάκελλο καί τό σφράγισε, πήρε πάλι τό μολύβι στά χέρια κι έγραψε: «Διά τόν Κύριον ήμών Ιησού Χριστόν - Εις τούς Ούρανούς».Προτού καλοφέξει κι άναφανούν όγκοι καί αντικείμενα, έσυρε τά παπούτσια του στό λαβομάνο, πασαλείφτηκε μέ λίγο νερό, ντύθηκε στό άψε-σβήσε καί τράβηξε γιά τό ταχυδρομείο. Είχε άπό χθές νά ποστάρει κι άλλα πέντε γράμματα. Οί δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, κάποιος σαλεπιτζής διάβηκε σά σκιά μέ τά σύνεργά του καί μόνο ό γείτονας ό κυρ Θεμιστοκλής, πού διατηρούσε κατάστημα άπέναντί τους καί πουλούσε κάδρα καί κορνίζες καί λογής-λογής ζωγραφιές άλλά καί τσιγάρα, βρέθηκε καταμπροστά του.
- Άναστάση, γιά πού έτσι χαράματα;
- Γιά τό ταχυδρομείο...
- Τόσο πρωί;
Λησμόνησα χθές τό βράδυ...
Στάσου. Δώσε μου ό,τι έχεις, νά στά ταχυδρομήσω. Έκεί πάω. Κρυώνεις, καψερέ. Γύρισε πίσω. Θά πάρεις καμιά πούντα έτσι μέ τ’ άγιάζι. Καί ποιός θά σέ κυττάξει...
Σάς εύχαριστώ.
Πώς τόγραψε άλήθεια στό άψε-σβήσε αύτό τό γράμμα; Πώς βρέθηκε σέ τέτοια παιδική πλήρωση, σέ τέτοιο ψυχολογικό σάλτο; Χμ, στήν άνάγκη κανείς τά πάντα μετέρχεται. Μήπως τού έμενε πιά καί τίποτ’ άλλο νά πράξει;
Άλλά νά, θά μένουν γιά πάντα, μά γιά πάντα στή μνήμη ή ένέργεια καί τ’ άποτέλεσμα.
Ω αύτός ό κυρ Θεμιστοκλής, ό γειτονικός καταστηματάρχης! Άγγελο νά τόν πει, άγάπη νά τόν όνομάσει; Σίγουρα τόν έστειλε έκει κοντά του ό Πανάγιος Θεός. Κάθε μιά τέτοια εύεργεσία τού Θεού χρεώνει. Χρεώνει τόν άνθρωπο καί τόν κρατά δέσμιο. Φυσικά θά γούρλωσε ό χριστιανός τά μάτια, όταν πρόσεξε τόν παράξενο κείνο φάκελλο. Ύπονοιάστηκε, τό παραβίασε καί συγκινήθηκε πέρα γιά πέρα.
Σιε μιά βδομάδα έστειλε κανονικό δέμα μέ ρούχα, παπούτσια, έσώρουχα καί λεπτά. Άπάνω-άπάνω τοποθέτησε μιά κάρτα με καλλιγραφικά κεφαλαία:
« Ο Χριστός στόν Άναστάση».
’Αδύνατο νά περιγράφει τή χαρά του. Έπεσε στά γόνατα κι εύχαριστούσε έκ βαθέων: «Χριστούλη μου, Χριστούλη μου άγαπημένε μου. Το ξευρα ότι θά με λυπηθείς». ’Από τήν εύγνωμοσύνη του κόντευε νά χάσει τό ρυθμό τής πραγματικότητας. Ωστόσο ταυτόχρονα άκολούθησε καί κάτι άλλο. ’Ακολούθησε ένα φοβερό επεισόδιο. ’Οδυνηρό, άρκετά λυπητερό κι επικίνδυνο, πού κι αύτό στάθηκε εύεργεσία μιά κι άνοιξε κατόπιν διάπλατα τό δρόμο.
Τ’ άφεντικό μόλις τόν είδε έτσι στά γρήγορα ντυμένο, ποδεμένο, τού κουτιού, παραξενεύτηκε, ύπονοιάστηκε. Μοναστραπής τόν άρπαξε άπό τό γιακά καί πού σέ πονεί καί πού σέ σφάζει. Τόν έδερνε, τόν έδερνε μέχρις αιμάτων. Τόν κλωτσούσε, κόντευε νά τόν άφήσει στόν τόπο. Τού κάκου γονάτιζε, τού κάκου τού φιλούσε μέ σπαραγμό τά χέρια.
- Δέν είμαι κλέπτης, κύριε... Δέν είμαι κλέπτης.
- Πού τά βρήκες;
- Ό Χριστός... τήν άλήθεια σάς λέγω.
- Πάρε κι αύτή, πάρε καί τήν άλλη...
Εύτυχώς πού πήρε μυρωδιά τό θόρυβο καί τίς φωνές ό γείτονας. Έτρεξε φουριόζος, σταμάτησε τόν ξυλοδαρμό, έδωσε άπολογία. Άλλοιώς θά βρισκόταν χαμένος. Ποιός ξεύρει σέ τί τούρκικες φυλακές θά τόν έρριχνε εκείνο τ’ άσπλαχνο άφεντικό πού μάζευε-μάζευε άσημένιους παράδες καί σχεδόν ποτέ δέ γελούσε.
Πηγή:''Ο Άγιος του αιώνα μας''.
Σώτου Χονδρόπουλου.Εκδόσεις ''Καινούργια γή''.
|