Αρχική » Επίκαιρα κείμενα
Τρίτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί. Ό Χριστός μας, αφού εθεράπευσε τόν δούλο του πιστού Εκατοντάρχου, έφυγε απ’ τήν Καπερναούμ καί τράβηξε γιά τή Ναΐν, κοντά στή Ναζαρέτ καί στό Θαβώριον όρος. Και Τόν άκολουθούσαν πολλοί καί μαθηταί καί λαός. Αυτός είναι ό Ιησούς· Εκείνος ό όποιος πάντοτε μας ελκύει, καί κανένας δέν Τόν προσπερνάει αδιάφορος.
Καί καθώς έμπαιναν στήν πύλη τής Ναΐν συναπαντήθηκαν μέ μία κηδεία. Είχε πεθάνει στήν πόλη τής ομορφιάς —ωραιότης σημαίνει Ναΐν— ενας νέος, πού τόν ειχε μονάκριβο ή χήρα μητέρα του. Καί συνόδευε τό ξόδι λαός πολύς, συμπαθώντας καί συμπαριστάμενος στή δύο φορές ορφανεμένη καί χήρα γυναίκα. Είναι καλό στόν πόνο του άλλου νά κλαίμε καί εμείς. Είναι καλό στόν πόνο του άλλου νά είμαστε κοντά του.
Ό Χριστός μας βλέποντας αυτό τό θλιβερό σύνολο καί περισσότερο τή χαροκαμένη καί καταπονεμένη μάνα, τήν εσπλαχνίστηκε. Τόσος λαός τήν εσπλαγχνίστηκε καί ή πηγή τής εσπλαγχνίας νά μήν τήν εσπλαγχνιστεί; Πλησιάζει, λοιπόν, στό φέρετρο του νεκρού, στή σορό πού λέμε, σταμάτησαν οί τέσσερεις, πού τόν μετέφεραν...
Καί ειχε πρίν πει πρίν, βέβαια, ό Ίησούς στή μητέρα νά μήν κλαίει. Μά μπορούσε νά μήν κλαίει, άφού ειχε πεθαμένο μονάκριβο παιδί; Δέν απαγορεύεται νά κλαίμε τούς κεκοιμημένους μας. Δέν είναι όμως καλό ή απελπισία, πού μας φέρνει στά άκρα, καί μάς παραλύει, καί μάς φτάνει στήν απιστία. Καλό ’ναι νά εμπιστευόμεθα τόν Θεό σέ όλες τίς ενέργειές Του, ακόμα καί στόν θάνατο Εκείνος ξέρει, καί νά Τόν παρακαλούμε.
Σταμάτησαν, λοιπόν, οί μεταφέροντες τόν νεκρόν, κι ό Ιησούς άγγιξε τόν πεθαμένο καί τοΰ φώναξε: «Νεαρέ, σέ σένα μιλάω- στήκω επάνω». Καί ανεκάθησεν ό νεκρός. Ανασηκώθηκε καί κάθησε πάνω στό φέρετρο, Καί ύστερα ό Χριστός τόν παρέδωκε στή μητέρα του, ενώ μπορούσε νά τόν κρατήσει καί νά τόν κάνει μαθητή, ή νά τόν επιδεικνύει ως τρόπαιον καί ώς λάφυρον. Τόν έδωσε σέ ’κείνη, γιατί τόν είχε άνάγκη νά παρηγορείται καί νά έχει τήν προστασία του καί τόν ίσκιο του, νά έχει καί ’κείνη κάτι νά αγαπάει, γιά νά ζεί καί νά υπάρχει. Αυτός είναι ό Ιησούς μάς άγαπάει καί μέχρι Αναστάσεως. Καί μας φροντίζει κατά τήν καρδίαν μας καί κατά τίς πραγματικές καί ουσιαστικές μας ανάγκες.
’Εδώ έχουμε ανάσταση! Ό Ιησούς ό,τι άγγιξε, τό άνέστησε. Άγγιξε πεθαμένον- τόν ανέστησε. Άγγιξε παράλυτον- τόν έσήκωσε, τόν ανόρθωσε. Άγγιξε άρρωστον- του πήρε τήν αρρώστια, αφού «Αυτός τάς ασθενείας ημών έλαβε, καί τάς νόσους εβάστασε», κατά τόν μεγάλο Ησαΐα. Κι ό κοσμάκης, οί Μαθηταί, τό πλήθος αύτών των μαρτύρων τής νεκραναστάσεως, τήν όποίαν έκαμεν ό Χριστός, πώς αισθάνθηκαν; Πώς ένοιωσαν; Τούς κατέλαβε φόβος καί δέος άπό τήν παρουσία του Κυρίου καί άπό τό μέγα θαύμα. Κι έδόξασαν τόν Θεό, καί είπαν ότι: «Μεγάλος Προφήτης εφάνη ανάμεσά μας». Είχε χρόνια νά φανεί προφήτης· ό Ιωάννης ήταν, άλλά καί εκείνος έφυγε μαρτυρικά. Καί πώς «έπεσκέφθη ό Θεός τόν λαό του». Ήσαν οί Ιουδαίοι ώς πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. Καί τώρα αισθάνθηκαν τόν δικό καί καταδικό τους άνθρωπο, τόν παντοδύναμο καί συνάμα φιλάνθρωπο καί έσπλαγχνο Χριστό μας.
Συμφέρει καί μας, αγαπητοί, νά ακολουθούμε πάντοτε τόν Κύριο, νά υποτασσόμεθα στό θέλημά Του καί στίς βουλές Του, καί νά Τόν αγαπαμε ολόψυχα καί νά αφηνόμαστε σέ Κείνον, Οποιος είναι και ή Οδός, καί ή Αλήθεια, και η Ανάσταση.
π.Ανανίας Κουστένης
|