|
|
Αρχική » Κατήχηση » Κηρύγματα
Το δρόμο γιά την αιωνιότητα λέει οτι αναζητά ό «ν ο μ ι κ ό ς» του Ευαγγελίου. Και ό Χριστός του δείχνει τον ανήφορο της αγάπης, προβάλλοντας του, παραβολικά, τό παράδειγμα τού «καλού Σαμαρείτου». Ή διήγησις τελειώνει μέ πέντε λέξεις: «Π ο ρ ε ύ ο υ και συ ποίει ομοίως». Είναι τό συμπέρασμα. Συγκλονιστικό στήν απλότητά του καί περιεκτικό στή συντομία του. Νοσταλγός καί άναζητητής τής αιωνιότητος, σάν τό «ν ομ ι κ ό», εμφανίζεται καί ό σημερινός άνθρωπος. Της αιωνιότητος σάν Βασιλείας χαράς καί ειρήνης, πού αρχίζει από τούτη τή ζωή, γιά νά συνεχιστή καί νά ολοκληρωθή στήν άλλη, τήν παντοτινή. Γιά νά φτάση εκεί πού ποθεί, στήν ειρήνη καί τή χαρά, πρέπει νά ακολουθήση τό δρόμο τής αγάπης. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Η αγάπη είναι ή λύσις πού προτείνει ό Χριστός στά προβλήματα τού κόσμου. «Αγάπα καί κάνε ό,τι θέλεις», ελεγε ο ιερός Αυγουστίνος. Η αγάπη δεν είναι μόνον ο δρόμος πού οδηγεί τον άνθρωπο στον ουρανό, αλλά καί τό μέσο πού φέρνει τον ουρανό ανάμεσα στούς ανθρώπους. «Π ο ρ ε ύ ο υ... ποίει» είναι, λοιπόν, ή απάντησις του Ιησού καί στή δική μας εναγώνιο αναζήτησι.
Η νοθεία και ή γνησιότητα τής αγάπης
Οι δυο αυτές προστακτικές, «πορεύου... ποιεί», δεν είναι μια απλή υπόδειξις. Κρύβουν στό βάθος τους τά στοιχεία τής γνησιότητος τής αγάπης. Πράγμα σπουδαίο για μάς, πού ζούμε τήν εποχή της νοθείας καί τής πλαστογραφήσεώς της. Θλιβερό φαινόμενο του καιρού μας δέν είναι απλώς ή «φιλολογία τής αγάπης». Είναι περισσότερο ή «ετικέττα τής αγάπης». Πολλές ενέργειες καί «έργα» πίσω άπό τήν έτικέττα τής «καινής εντολής κρύβουν τό μίσος, τον εγωισμό, τήν ακολασία, τήν έκμετάλλευσι. Ζούμε βλέπετε, τήν εποχή τών «προσωπείων», του «καμουφλάζ». Ή γνήσια αγάπη προϋποθέτει κάποια πορεία, κάποια απομάκρυνσι καί φυγή. Για νά πλησιάσης τον άλλο πρέπει νά άπομακρυνθής άπό τον εαυτό σου. Νά φύγης άπό τό ευχάριστο περιβάλλον σου, νά στερηθής τό χουζούρι και τις ανέσεις σου, νά εγκατάλειψης πράγματα καί πρόσωπα πού τά συνήθισες και τά νομίζεις απαραίτητα και νά βγής σέ αναζήτησι τών «ε λ α χ ί σ τ ω ν». Η αγάπη δέν περιμένει νά χτυπήσουν τήν πόρτα της αύτοί που πονούν. Βγαίνει ή ίδια καί τούς αναζητά σέ κάποιο δρόμο πον κατεβαίνει «από Ιερουσαλήμ είς Ιεριχώ». Αυτή ή πορεία, πού μάς απομακρύνει από τον εαυτό μας καί άπό ό,τι είναι «δικό» μας καί μάς οδηγεί κοντά σ’ αυτούς πού πονούν, στούς φτωχούς, τούς αρρώστους, τούς έρημους, τούς αμαρτωλούς, δέν είναι «θεοωρία». Είναι προ πάντων πορεία έργων, πράξεων.
Μερικά γνωρίσματα τής γνήσιας αγάπης
Είναι δύσκολος ό δρόμος τής αγάπης. ’Απαιτεί θυσίες καί κόπο. Δέν αρκεί, όταν συναντήσης τον πονεμένο, νά τον κατακλύσης μέ παρήγορα λόγια. Χρειάζεται νά εκδήλωσής έμπρακτα τό ενδιαφέρον σου. Οι περισσότεροι είμαστε πλούσιοι σέ λόγια, φτωχοί όμως, πάμφτωχοι, όταν έλθη ή στιγμή τών έργων. Στο παράδειγμα του «καλού Σαμαρείτου», όπου βλέπομε όλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γνήσιας, της χριστιανικής αγάπης, τό στοιχείο των έργων είναι εκείνο πού κατέχει την πρώτη θέσι. Των έργων, πού φτάνουν ώς τή θυσία. Γιατι είναι σάν τή λαμπάδα αυτός πού αγαπά. Λυώνει, για νά φωτίζη τούς άλλους. Θυσιάζεται, γιά νά προσφέρη στον άλλο τό χαμόγελο. Αυτός ό «άλλος» δεν είναι αρκετό νά είναι ό «δικός» μας, ό συγγενής, ό φίλος, ό συνεργάτης μας. Ή αγάπη είναι πλατειά, δεν εχει σύνορα. Αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. ’Ακόμα και τον ξένο, τον αλλόφυλο, τον εχθρό. «Εί αγαπάτε τούς αγαπώντας υμάς, ποία ύμίν χάρις εστί; και γάρ οι αμαρτωλοί τούς αγαπώντας αυτούς αγαπώσι» (Λουκ. στ' 32), λέει ο Χριστός. Δεν υπάρχουν γιά τήν αγάπη μαύροι καί λευκοί, βόρειοι καί νότιοι, ανατολικοί καί δυτικοί. Καθένας πού υποφέρει είναι αδελφός μας.
Είναι αυθόρμητη και ριψοκίνδυνη
Ό αυθορμητισμός είναι ένα άλλο στοιχείο γνησιότητος τής «καινής εντολής». Ό,τι προσφέρει αυτός πού αγαπά, τό προσφέρει αυθόρμητα, σάν ξεχείλισμα τής καρδιάς του. Όχι γιατί τού τό επιβάλλουν. Όχι γιά νά δεχθή ανταλλάγματα, χειροκροτήματα, επευφημίες. Γι’ αυτό καί δεν διασαλπίζει τά εργα του. «Ή αγάπη είναι σιωπηλή σάν τον τάφο καί φωτεινή σάν τήν αυγή», έγραφε ό Ουγκώ. Τό μικρότερο ίχνος ιδιοτέλειας καί εγωισμού εχει τήν ιδιότητα νά νοθεύη τήν αγάπη σε σημείο πού νά τήν εξαφανίζη. Είναι, τέλος, ριψοκίνδυνη ή αγάπη. Ξέρει νά παίρνη ακόμα καί τούς πιο επικίνδυνους, δρόμους. Δεν πειθαρχεί στή φωνή τής λογικής, αλλά στή φωνή τής καρδιάς. Ή φωνή τής λογικής πρόσταζε τον «καλό Σαμαρείτη» νά άπομακρυνθή οσο πιο γρήγορα μπορούσε άπό τον επικίνδυνο δρόμο, όπου ενέδρευαν οι ληστές. 'Όμως ή φωνή τής καρδιάς του ψιθύριζε νά μείνη, νά βοηθήση τον πληγωμένο, εστω με κίνδυνο νά ληστευθή κι αυτός. Καί μένει, γιατί ξέρει νά άγαπα. Δέν φοβάται ή αγάπη. Ο απόστολος ’Ιωάννης γράφει δτι «ή τελεία αγάπη εξω βάλει τον φόβον» (Α' Ίωάν. δ' 18). Γι’ αυτό κείνη είναι ικανή για μεγάλες δημιουργίες, πού απαιτούν και ήρωισμό. Ακόμα και στίς ήμερες μας, σαν φωτεινές Εξαιρέσεις στον κανόνα τής μισανθρωπιάς, βλέπομε τά θαύματα της παντοδυναμίας της αγάπης.
Μία διευκρίνισις
Πριν τελειώσω, πρέπει νά προλάβω μιά παρεξήγη.Όσα ειπώθηκαν πιο πάνω δέν στηρίζουν τήν αγάπη μόνο στη προσφορά. Γιατί τότε θά ήταν προνόμιο τών πλουσίων. Οι άνθρωποι δέν χωρίζονται σ’ αυτούς πού δίνουν και σ’ αυτούς παίρνουν. Μόνον αν ή αγάπη ήταν θέμα πορτοφολιού θά μπορούσαμε νά δεχθούμε αυτόν τό χωρισμό. Όμως είναι θέμα καρδιάς. Όλοι μπορούμε νά δώσωμε καί νά πάρωμε. Στις ημέρες μας λιγοστεύουν ευτυχώς, οι άνθρωποι με τά άδεια στομάχια, αλλά πληθαίνουν αλλοίμονο, εκείνοι μέ τις άδειες ψυχές. Είναι αύτοί πού τους πνίγει ή μοναξιά, ή πείνα καί ή δίψα ενός ανθρώπου, ενός φίλου. Αυτοί πού διαιωννίζουν τό παράπονο τού «παραλυτικού» της Βηθεσδά: «Α ν θ ρ ω π ο ν ο ύ κ ε χ ω» (Ίωάν. Ε 7)Γυμνοί άπό στοργή καί αγάπη σβήνουν στήν παγωνιά. Πολλοί από αύτούς είναι πλούσιοι, ναι πλούσιοι, άλλοι πάλι φτωχοί. Όμως όλοι αδιακρίτως θά ήθελαν νά απλώσουν τά χέρια τους στους διάφορους διαβάτες του δρόμου καί νά ζητιανέψουν λίγη συντροφιά, λίγη ζεστασιά αγάπης. Δέν έχουν ανάγκη τά χρήματα μας όλοι αύτοί, ούτε τό ψωμί μας, ούτε τά ρούχα μας. Έχουν ανάγκη τήν καρδιά μας. Στήν περίπτωσί τους «τό μόνο πού μπορούμε να δώσουμε είναι λίγο άπό τον εαυτό μας», όπως ελεγε ο Έμερσον. Τό λίγο αυτό άπό τον εαυτό μας όλοι έχομε τή δυνατότητα να το δώσωμε. Πλούσιοι καί φτωχοί.
Αδελφέ μου, ό δρόμος «από Ι ε ρ ο υ σ α λ ή μ εις Ι ε ρ ι χ ώ» είναι ανοιχτός μπροστά μας. Γεμάτος πληγωμένους, ληστευμένους, εγκαταλειμμένους. Άς τον βαδίσωμε παίρνοντας τήν καρδιά του «καλού Σαμαρείτου» καί βάζοντάς την μέσα μας.
ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΑΡΕΤ
|
|