Αρχική » “Επικοινωνία” » Αρχείο παλαιότερων τευχών / ΚΟΥΒΕΝΤΟΥΛΕΣ-ΝΕΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ-Απρίλιος 20011-Τεύχος 7.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ
Μέσα από την διήγηση των Ευαγγελίων
Ὁ Χριστός βρισκόταν μπροστά στούς ἀρχιερεῖς, τόν Ἄννα καί τόν Καϊάφα, ἀλλά καί σέ ὅλο τό Συνέδριο τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, πού ἦταν τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἰουδαίων. Ἀφοῦ τόν ἀνέκριναν, τόν καταδίκασαν σέ θάνατο χωρίς κανένα λόγο. Γιά νά ἐκτελέσουν ὅμως τήν θανατική καταδίκη χρειαζόταν νά ἐπικυρώσει τήν ἀπόφαση ὁ Ρωμαῖος ἡγεμόνας, ὁ Πόντιος Πιλᾶτος. Τό πρωί τῆς Παρασκευῆς λοιπόν ὁδήγησαν τόν Κύριο δεμένο μπροστά στόν Πιλᾶτο. Ὁ Πιλᾶτος μέ τήν ἀνάκριση πού ἔκανε πείσθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀθῶος. Τό εἶπε αὐτό καθαρά καί στούς Ἰουδαίους: «Καμιά κατηγορία δέν βρίσκω σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο».
Ἐν τούτοις, γιά νά μή δυσαρεστήσει τά πλήθη, ἔδωσε τήν ἄδεια νά τόν σταυρώσουν. Μόλις πῆραν τήν ἄδεια, ἀλάλαζαν ἀπό τήν χαρά τους. Φόρτωσαν στούς ὤμους τοῦ Ἰησοῦ ἕνα μεγάλο ξύλινο σταυρό, ἐπάνω στόν ὁποῖο θά τόν κάρφωναν, καί τόν ἀνάγκασαν νά προχωρήσει. Ὁ Κύριος ὅμως ἐξαντλημένος ἀπό τήν ἀϋπνία τῆς περασμένης νύχτας, ἀπό τά ραπίσματα τῶν δούλων, ἀπό τίς πληγές τῶν ραβδισμῶν, τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου καί τοῦ φραγγελώματος βάδιζε μέ πολλή δυσκολία. Καί σέ κάποια στιγμή λύγισε καί ἔπεσε κάτω. Στόν δρόμο βρέθηκε κάποιος γεωργός ἀπό τήν Κυρήνη, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος.
Αὐτόν λοιπόν τόν ἀγγάρεψαν νά σηκώσει τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά τόν μεταφέρει μέχρι τόν Γολγοθᾶ. Μαζί μέ τούς στρατιῶτες καί ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἀκολουθοῦσε πολύς κόσμος καί πολλές γυναῖκες, πού θρηνοῦσαν τόν Χριστό χτυπώντας τά στήθη τους. Ἐπίσης ἀκολουθοῦσαν καί δύο φοβεροί ληστές, φορτωμένοι κι αὐτοί τόν σταυρό τους. Σέ κάθε σταυρό ὑπῆρχε καί μία πινακίδα , πού ἔγραφε τό ἔγκλημά του. Ἡ πινακίδα τοῦ Χριστοῦ ἔγραφε σέ τρεῖς γλῶσσες (ἑλληνική, ἐβραϊκή καί ρωμαϊκή) τά ἐξῆς: «Ἰησοῦς Ναζωραῖος, βασιλεύς Ἰουδαίων».
Ὅταν ἔφθασαν στόν Γολγοθᾶ ἄφησαν κάτω τόν σταυρό, ἔγδυσαν τόν Ἰησοῦ, τόν κάρφωσαν μέ σιδερένια καρφιά καί τόν ὕψωσαν. Κοντά του κάρφωσαν καί τούς δύο ληστές, ἕναν στά δεξιά κι ἕναν στά ἀριστερά του. Οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι. Ὁ κύριος ὅμως τούς ὑπέμεινε, ἐνῶ τά ἅγια χείλη του ψιθύρισαν πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα του νά συγχωρέσει τούς σταυρωτές του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς. Οὐ γάρ οἴδασι τί πιοῦσι…».
Οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων ἔβλεπαν ὑψωμένο τό θύμα τους καί τό περιέπαιζαν: «Ἄν εἶσαι βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων, σῶσε τόν ἑαυτό σου…». Κι οἱ ἀρχιερεῖς ἔλεγαν μέ σατανικό χαμόγελο: «Ἄλλους ἔσωσε, τόν ἑαυτό του δέν μπορεῖ νά σώσει…». Ἐνῶ οἱ περαστικοί κουνοῦσαν εἰρωνικά τό κεφάλι τους καί τόν ἔβριζαν, λέγοντας: «Ἐσύ πού θά γκρεμίσεις τό Ναό καί σέ τρεῖς μέρες θά τόν ξαναχτίσεις, σῶσε τόν ἑαυτό σου, ἄν εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί κατέβα ἀπό τό σταυρό…». Ὁ ἕνας ληστής τόν βλαστημοῦσε: «Ἄν εἶσαι Θεός σῶσε τόν ἑαυτό σου, σῶσε κι ἐμᾶς», ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔλεγε: «Δέν φοβᾶσαι τόν Θεό; Ἐμεῖς δίκαια τιμωρούμαστε….». Ἔπειτα ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τόν Ἰησοῦ καί τόν παρακάλεσε: «Κύριε, θυμίσου με, ὅταν ἔλθεις στή βασιλεία σου». Κι ὁ Κύριος τόν βεβαίωσε: «Ἀλήθεια σοῦ λέω, σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο».
Η ΚΑΛΑΜΙΑ
- Γιατί, παραπονιάρα καλαμιά,σύσσωμη παραδέρνεσαι στό ἀγέρι
καί βόγγεις μοναχή στήν ἐρημιά, σάν νά σέ ξεριζώνη κάποιο χέρι;
Στήν ἀκροποταμιά, πές μου, γιατί,ξυλιάζει κούφιο κάθε σου καλάμι,
καί σκύβει ὁρμητικά σάν νά ζητῆνά πέση νά πνιγῆ μές στό ποτάμι;
Γιατί, ἡ φλογέρα, ἀπό δικό σου ἁρμό κι ἀπ’ τό κορμί σου τό λιγνό κομμένη,
λαλεῖ καί κλαίει μέ πίκρα καί καϋμό, κι ὅλο μ’ ἀναστενάγματ’ ἀνασαίνει;
- Μή μ’ ἐρωτᾶς, διαβάτη, εἶναι πικρή ἡ ἐνθύμηση τοῦ πόνου μου τοῦ πρώτου!
Θαρρῶ πώς βλέπω ἀκόμα ἐκεῖ ἀντικρύ τόν Ναζωραῖο ἀπάνω στόν σταυρό του.
Σ’ ἕνα καλάμι μου, ψηλό πολύ ἔδεσαν βιαστικά στεγνό σφουγγάρι,
τό πότισαν μέ ξύδι καί χολή καί τοῦ ,δωκαν νά πιῆ... στερνή του χάρη.
Ἄχ! Ἀπό τότε ἡ ἔρημη θαρρῶ πώς βλέπω ἕνα σφουγγάρι σάν ἐκεῖνο
σέ κάθε μου καλάμι λυγερό κι ὅλη τήν πίκρα τῆς χολῆς του πίνω.
Ἰω. Πολέμης (†)
|