Ποια είναι η πιο σπάνια δεξιότητα; – Η ικανότητα να δίνεις. Καλύτερη δεξιότητα; – Η ικανότητα να συγχωρείς !!!



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Επίκαιρα κείμενα

Ξημερώνει ἄλλη μία ἐπέτειος τοῦ ἔπους τοῦ ’40. Ξεφυλλίζουμε σύντομα τὶς σελίδες τῆς ἱστορίας μας, μέχρι καὶ τὴν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Μία δικαιολογημένη περηφάνια κυριαρχεῖ στὰ συναισθήματά μας.Ἡ πατρίδα μας, μὲ ἐξαίρεση ὁρισμένες ἧττες, ἔστησε μὲ θαυμασμὸ ἀπέναντί της τὸν κόσμο, ποὺ ἕνας μικρὸς λαός, ἀσυμβίβαστος καὶ μὲ τὸ σύνθημα «ἴτε παῖδες Ἑλλήνων..νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών…ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν…», ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ «ἀέρα», έδωσε ραπίσματα… σὲ ἀπειράριθμους ἐχθρούς. Καὶ δὲ διέθετε οὔτε ἀριθμὸ στρατευμάτων οὔτε ἄριστο ἐξοπλισμό. Ἁπλῶς ἦταν λάτρης τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ζωῆς. Τὸ δουλικὸ πνεῦμα, ἡ δουλοπρέπεια, ἦταν ξένα γι’ ἀυτόν. Εἶναι λαὸς ἀνήσυχος, μὲ πνευματικὲς κι ὄχι ὑλιστικὲς ἀναζητήσεις. Εἶχε καὶ ἔχει στὸ εἶναι του ἀπὸ καταβολῆς κόσμου τὴν εὐσέβεια, ποὺ ἀφήνει κατάπληκτους τοὺς μελετητὲς τῆς ψυχοσύνθεσής του. Καὶ ἐπὶ πλέον οἱ ἀξίες του, ὁ γαλανὸς οὐρανὸς του, τοῦ φύτεψαν τὴν αἰσιοδοξία, σπουδαία ψυχικὴ δύναμη γιὰ κάθε δημιουργία. Καὶ γι’ αὐτὰ ὅλα εἶχε τὴ συμμαχία καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς, ἂς ἀφήσουμε νὰ μιλήσουν τὰ ἑπόμενα παραθέματα. Εἶναι σελίδες ἀπ’ τὸ μέτωπο τοῦ ’40.

( Ἀφηγεῖται ἡ κάποτε ἐγγονὴ καὶ τώρα γιαγιά…)

«…» Χιόνι πολὺ στὸ χωριό. Ἐμεῖς τὰ ἐγγονάκια, τέσσερα στὸν ἀριθμό, γύρω ἀπὸ τὸ τζάκι ποὺ φεγγοβολοῦσε κι ἔφεγγε ὅλο τὸ δωμάτιο, ἀκούγαμε μὲ δέος τὸν παπποὺ νὰ μᾶς διηγεῖται, μὲ μοναδικὴ συναρπαστικότητα καὶ περηφάνια, κομμάτια ἀπὸ τὴ ζωή του. Τὰ μάτια του βούρκωναν ὅμως, ὅταν τοῦ ζητούσαμε νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὸν πόλεμο τοῦ ’40, γιὰ τὴν κατοχή. Τότε ἔβαζε τὸ τρεμάμενο χέρι του στὸν κόρφο κι ἔβγαζε ἀργὰ ἀργὰ μὲ σεβασμό, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας, ἕνα γράμμα, τὸ τελευταῖο γράμμα τοῦ πατέρα μας ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ μέτωπο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν ξαναπῆρε γράμμα ἀπὸ τὸν γιό του κι οὔτε τὸν εἶδε. Ἡ μητέρα μας, γλυκιὰ καὶ λεπτοκαμωμένη, ἐρχόταν κι αὐτὴ νὰ προσθέσει τὶς δικές της ἀναμνήσεις, νὰ διαβάσει τὸ δικό της γράμμα κλείνοντάς το μ’ ἕναν λυγμὸ στὸ τέλος.

Κι ἄρχιζε ὁ παππούς: ἦταν φιλότιμο, ὑπάκουο κι ἔξυπνο παιδὶ ὁ πατέρας σας. Τὰ ‘παιρνε τὰ γράμματα. Ἦταν ἐργατικός, μελετηρός. Ἔτσι κατάφερε νὰ γίνει δάσκαλος. Νὰ τοῦ μοιάσετε. Μ’ ἀκοῦτε; Νὰ τοῦ μοιάσετε. Καὶ ν’ ἀκοῦτε τὴ μητέρα σας, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε πολύ. Εἶναι κι αὐτὴ σπουδαία ψυχή, ἐξαιρετικὴ νύφη καὶ μοναδικὴ γυναίκα. Ἀφοσιωμένη στὸν ἄνδρα της. Στάθηκε ὅμως ἄτυχη. Ὁ Ἀνέστης τὴν ἄλλη μέρα, ἀφότου ἔστειλε τὸ γράμμα, ἀπ’ ὅ,τι μάθαμε, ὁ πατέρας σας, σκοτώθηκε. Κι ἐδῶ, ἔσπαζε ἡ φωνὴ τοῦ παπποῦ. Ἡ γιαγιὰ εἶχε πεθάνει.

Ἔπεφτε γιὰ λίγο σιωπὴ στὸ δωμάτιο, ἐνῶ ἡ φωτιὰ σπίθιζε στὸ τζάκι. Ὅλοι ἤμασταν συγκινημένοι. Ἂχ καὶ νὰ ζοῦσε ὁ πατέρας… Ἡ γιαγιὰ πέθανε κι αὐτὴ μὲ τὸν πόνο του. Ἡ μητέρα μας εἶχε μέρα – νύχτα τὴ φωτογραφία του δίπλα στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στὸ εἰκονοστάσι, κι ἄναβε κάθε βράδυ τὸ καντηλάκι, ὅπως τῆς τὸ εἶχε ζητήσει ὁ πατέρας, ὅταν ἦταν στὸ μέτωπο. Κι ἐμεῖς προσπαθούσαμε νὰ ἀνασύρουμε τὴ μορφὴ του στὸ μυαλό μας ἀπ’ τὴ μνήμη τῶν πέντε καὶ ἕξι χρόνων μας.

Τὰ γράμματα ἔλεγαν τὰ ἑξῆς:

«Πολυσέβαστοί μου γονεῖς,

Μόλις ὕστερα ἀπὸ τόσες μέρες νικηφόρας προέλασης τῶν στρατευμάτων μας, ἀλλὰ καὶ ἀνυπέρβλητων δυσκολιῶν, βρίσκω τὸν χρόνο νὰ γράψω τὸ γράμμα αὐτό. Μὲ δυσκολία μπορῶ νὰ κρατήσω τὸ μολύβι στὸ χέρι μου, γιατί τὸ κρύο εἶναι τσουχτερό, τὸ χιόνι πέφτει ἀσταμάτητα καὶ ὁ βοριὰς μαζὶ μὲ τὰ βόλια τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς θερίζουν. Τὰ πόδια μου δὲν τὰ αἰσθάνομαι. Ἔχω βδομάδες νὰ βγάλω τὶς ἀρβύλες. Κοιμόμαστε λίγο, πάνω στὰ χιόνια μὲ τὴ χλαίνη καὶ μία κουβέρτα γεμάτη ψεῖρες, οἱ ὁποῖες δέ μᾶς ἀφήνουν νὰ χαροῦμε οὔτε κι αὐτὸν τὸν λίγο ὕπνο. Βρισκόμαστε διαρκῶς σὲ ἑτοιμότητα. Τὸ χιόνι εἶναι ἴσα μὲ τὸ μπόι μας. Νομίζουμε ὦρες – ὧρες, πὼς εἶναι σκληρότερος αὐτὸς ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν πραγματικό. Ὅμως, δόξα νὰ ἔχει ὁ Θεός. Νιώθουμε ἀνάλαφροι, χαρούμενοι, λὲς καὶ γιορτάζουμε. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἐδῶ νιώθουμε ἀδέρφια. Παιδιὰ τῆς Μεγαλόχαρης, τῆς πατρίδας, δικά σας. Κάτω ἀπ’ τὰ γιλέκα μας ἔχουμε ὅλοι τὰ σταυρουδάκια πού μᾶς δώσατε νὰ μᾶς συντροφεύουν. Ἔχουμε κι ἕναν ἱερέα, ποὺ συμπορεύεται μαζί μας στὸ μέτωπο. Ὅποτε σταυθμεύουμε, ἔρχεται καὶ μᾶς κάνει Λειτουργίες. Μᾶς συγκινεῖ ἡ παρουσία του. Μᾶς ἐνισχύει. Μᾶς ἐξομολογεῖ καὶ μᾶς κοινωνάει. Μᾶς μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα. Γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Πόσο θυμᾶμαι τότε τὰ λόγια, πού μοῦ λέγατε ἀπὸ μικρὸ παιδί: «Ν’ ἀγαπᾶς», πατέρα, μοῦ ἔλεγες, «τὸν Θεό, νὰ σέβεσαι τὸ συνάνθρωπό σου, νὰ μὴν ἀτιμάζεις γυναῖκες, νὰ μὴ λὲς ψέματα. Νὰ γίνεις τίμιος οἰκογενειάρχης καὶ ν’ ἀγαπᾶς τὴν πατρίδα σου». Μοῦ χρειάστηκαν ὅλα αὐτὰ στὴ ζωὴ καὶ τὰ τήρησα. Τώρα, ἀκριβό μου φυλαχτὸ στὸ μέτωπο ἔχω τὶς εὐχές σας καὶ τὰ δάκρυά σας, ὅταν σᾶς ἀποχαιρετοῦσα.

Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Σᾶς φιλῶ τὸ χέρι.

Ὁ γιός σας, Ἀνέστης

ΥΓ. Ν’ ἀγαπᾶτε τὴν Ἑλένη μου καὶ τὰ ἐγγονάκια σας, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται νὰ σᾶς τὸ γράψω. ”

«Ἀγαπημένη μου Ἑλένη,

Σὰν νὰ πέρασε χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα ἀπὸ κοντά σου καὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μας. Νοσταλγῶ πολὺ νὰ ξαναβρεθοῦμε. Νὰ, ὅμως, ποὺ ἡ πιὸ μεγάλη οἰκογένεια, ἀγαπημένη μας κι αὐτή, ἡ πατρίδα, μὲ κρατάει μακριά σας. Καὶ μὲς τὴν ἀντάρα τῆς μάχης σᾶς σκέφτομαι διαρκῶς καὶ παίρνω κουράγιο, γιατί, ἂν νικήσουμε, δὲ θὰ μπορέσει ὁ ἐχθρὸς νὰ ἀτιμάσει γυναῖκες, πού, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει, θὰ μποροῦσε νὰ εἶσαι κι ἐσὺ μία ἀπὸ αὐτές. Σὲ παρακαλῶ τὸ ἴδιο νὰ κάνεις κι ἐσύ. Μὲ τὴ σκέψη σου γιὰ μένα καὶ γιὰ τὴ νίκη, ν’ ἀνάβεις καθημερινὰ τὸ καντήλι μπροστὰ στὴν Παναγία καὶ νὰ μὲ προσεύχεσαι. Κι ὄχι μόνο ἐμένα ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ στὸ μέτωπο. Θυμᾶμαι τὰ καυτὰ δάκρυά σου στὸν ἀποχαιρετισμό ἀλλὰ καὶ τὰ τόσο δυνατὰ λόγια σου: «Ανέστη μου», είπες, «ανάγκη ἐπιτακτικὴ σὲ καλεῖ μακριά μου. Θὰ κλαίω πολύ ἀλλὰ θὰ νιώθω καὶ περήφανη, γιατί ὁ ἄνδρας μου δὲν εἶναι δειλὸς κι οὔτε θὰ γίνει λιποτάκτης. Ἡ πατρίδα μας, ποὺ ἀσφαλίζει κι ἐμᾶς, κινδυνεύει. Ὁ Θεὸς μαζί σου καὶ μὲ τὴ νίκη. Ἡ ἀγάπη μου καὶ ἡ προσευχή μου θὰ σὲ συνοδεύουν ἀδιάλειπτα. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει ν’ ἀνταμώσουμε. Κι ἂν δὲν τὸ ἐπιτρέψει, ὁ θάνατος δὲ θὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ σένα καὶ τὰ παιδιά. Σ’ ἀγαπῶ».

Τὸ ἴδιο σοῦ ὑπόσχομαι κι ἐγώ, ἀγαπημένη μου γυναίκα. Δὲν θὰ μὲ χωρίσει ἀπό σᾶς οὔτε ὁ θάνατος. Ἀπὸ κεῖ πάνω ποὺ θὰ εἶμαι, ἂν μὲ χτυπήσει τὸ ἐχθρικὸ βόλι, θὰ σᾶς παρακολουθῶ, κι ἐσένα καὶ τὰ παιδιά. Νὰ τὰ ἀναθρέψεις μὲ πίστη στὸ Θεὸ κι ἀγάπη στοὺς γονεῖς τους καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ν’ ἀγαποῦν τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ θυσιάζονται γι’ αὐτήν. Νὰ προσπαθήσεις νὰ μάθουν καὶ γράμματα. Νὰ μοῦ τὰ φιλήσεις, μόλις πάρεις τὸ γράμμα μου, καὶ νὰ τοὺς πεῖς, ὅτι τ’ ἀγαπῶ ἀπέραντα πολύ. Κι ὅταν μεγαλώσουν, νὰ θυμοῦνται ὅλες τὶς ἱστορίες ποὺ τοὺς ἔλεγα καὶ νὰ μὲ μνημονεύουν στὴν προσευχή τους.

Ὅπως βλέπεις, σκέφτομαι σὰν ἕνας μελλοθάνατος. Μ’ αὐτήν τὴν ἑτοιμότητα ἀγωνιζόμαστε ἐδῶ πάνω καὶ κερδίζουμε. Εἶναι ἄνισος ὁ ἀγῶνας, μὰ ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι στὸ πλευρό μας. Νιώθουμε τὴ σκέπη της, ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται ἡ τρέλα μας νὰ τὰ βάλουμε μὲ μία αὐτοκρατορία καὶ νὰ τοὺς τρέψουμε σὲ φυγή. Τὸν φόβο τοῦ θανάτου τὸν νικοῦμε μὲ τὴ σκέψη σας καὶ τὶς προσευχές σας.

Τὸ χέρι μου ὅμως πάγωσε. Εἶναι ἀδύνατο νὰ συνεχίσω. Σ’ ἀγαπῶ.

Χαιρέτα μου τὰ παιδιὰ κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς.

Καλὴ ἀντάμωση

Παντοτινὰ δικός σου,

Ἀνέστης»

Ὅσους σᾶς συγκίνησε, μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δυὸ γράμματα, ὁ ἁγνὸς πατριώτης, ὁ τίμιος οἰκογενειάρχης καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, κάντε σᾶς παρακαλῶ κι ἐσεὶς μία δέηση στὸ Θεὸ νὰ τὸν ἔχει ἐκεῖ πάνω κοντά Του, μαζὶ μ’ ὅλους τοὺς δικούς του, ποὺ τότε τοὺς ἀποχαιρετοῦσε ἐδῶ στὴ γῆ. Κι ἀκόμη, ὁ Κύριος νὰ μὴ ξεχάσει ποτὲ μία τέτοια πατρίδα μὲ τέτοια παιδιά.

Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ἂς ἀφήσουμε εὐλαβικὰ τὴ σκέψη μας νὰ ὑποκλιθεῖ στοὺς ἥρωες αὐτοὺς καὶ ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς παραδειγματίζουν. Οἱ καιροὶ ἄλλαξαν. Οἱ κίνδυνοι ἴσως διαφέρουν. Ὡστόσο παραμονεύουν ἐχθροὶ πολὺ πιὸ ὕπουλοι καὶ μὲ διάφορα προσωπεῖα. Ἂς εἴμαστε σὲ ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα καὶ ὁ Κύριός μας νὰ μᾶς φωτίζει καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύει. Ἀμήν.

Ζιώγα Αἰκατερίνη

Ἐκπαιδευτικὸς

 

Πηγή:Ηλιαχτίδα





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA